φυλακίς

φυλακίς
(-ίδος) η мор. брандвахта, сторожевое судно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φυλακίς" в других словарях:

  • φυλακίς — ίδος, η, ΝΑ βλ. φυλακίδα …   Dictionary of Greek

  • φυλακίδα — φυλακίς guard fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίδας — φυλακίς guard fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίδες — φυλακίς guard fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίδος — φυλακίς guard fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίδων — φυλακίς guard fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίδα — η / φυλακίς, ίδος, ΝΑ, και λόγιος τ. φυλακίς Ν, και φυλάκισσα ΜΑ, και φύλαξ, ἡ, Α νεοελλ. 1. μικρό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού στην είσοδο τού λιμανιού που είχε ως αποστολή να επιβλέπει τον είσπλου τών πλοίων και να ελέγχει τα ναυτιλιακά έγγραφα …   Dictionary of Greek

  • φυλακίδ' — φυλακίδα , φυλακίς guard fem acc sg φυλακίδι , φυλακίς guard fem dat sg φυλακίδε , φυλακίς guard fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Phylacis — PHYLĂCIS, ĭdis, Gr. Φυλακὶς, ίδος, (⇒ Tab. XIV.) des Apollo und der Akakallis, einer Nymphe, Sohn. Pausan. Phoc. c. 16. p. 637. Sieh Philander …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ποταμοφυλακίς — ίδος, ἡ, Α το πλοίο που έκανε περιπολία, σε ποτάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φυλακίς (< φύλαξ, ακος + επίθημα ίς, ίδος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»